- πρίνους
- πρί̱νους , πρῖνοςholm-oakmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρίνους — Πρίνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρινώνας — ο / πρινών και πρινεών, ῶνος, ΝΑ τόπος κατάφυτος από πρίνους, δάσος από πουρνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. ελαι ών[ας])] … Dictionary of Greek
Ερύμανθος ή Ωλονός — Όρος (2.224 μ.) που εκτείνεται με τη μορφή οροσειράς στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Μακρόστενο και με πολλές κορυφές, έχει κατεύθυνση νοτιοδυτική και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο έδαφος του νομού Αχαΐας. Προς τα Α δημιουργεί… … Dictionary of Greek